Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκρίνω [prokríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. πρόκρινα και προέκρινα, απαρέμφ. προκρίνει, παθ. αόρ. προκρίθηκα, απαρέμφ. προκριθεί, μππ. προκριμένος : 1. (συνήθ. παθ.) επιλέγω, αναδεικνύω κπ. ή κτ. μεταξύ πολλών: Προκρίθηκαν δέκα τραγούδια για να διεκδικήσουν τα βραβεία. Tέσσερις ομάδες θα προκριθούν για τους τελικούς αγώνες. 2. (λόγ.) κρίνω κτ. ως καλύτερο, προτιμότερο μεταξύ δύο ή περισσότερων επιλογών, επιλέγω, προτιμώ: ~ μια λύση / μια διαδικασία αντί μιας άλλης.
[λόγ. < αρχ. προκρίνω]