Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκομμένος -η -ο [prokoménos] Ε3 : που είναι εργατικός, φιλόπονος, δραστήριος: ~ άνθρωπος. Προκομμένη γυναίκα. || (ως ουσ.) ο προκομμένος. || (προφ., ειρ.): Tα κατάφερε πάλι, ο ~, και έμεινε απένταρος!
[μππ. του προκόβω]