Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκαταρκτικός -ή -ό [prokatarktikós] Ε1 : που γίνεται πριν από το κυρίως έργο και το προετοιμάζει, προπαρασκευαστικός: Προκαταρκτικές συζητήσεις. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε προκαταρκτικό στάδιο. || (ως ουσ.) τα προκαταρκτικά, σύνολο προπαρασκευαστικών ενεργειών, διαδικασιών: Tα προκαταρκτικά της γιορτής / της τελετής. Tελείωσε γρήγορα με τα προκαταρκτικά και μπήκε αμέσως στο κυρίως θέμα, με τον πρόλογο. Έμειναν στα προκαταρκτικά, δεν προχώρησαν σε ολοκληρωμέ νη συνουσία.
προκαταρκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προκαταρκτικός]