Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκαθορίζω [prokaθorízo] -ομαι Ρ2.1 : καθορίζω, προσδιορίζω εκ των προτέρων κτ., και ιδίως την πορεία, την έκβαση, το αποτέλεσμά του: H μοίρα του ανθρώπου δεν είναι προκαθορισμένη. Tα γεγονότα που προηγήθηκαν προκαθόρισαν την πορεία των εξελίξεων.
[λόγ. προ- καθορίζω μτφρδ. γαλλ. prédeterminer]