Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκαθήμενος ο [prokaθímenos] Ο20α : (εκκλ., για κληρικό) ο επικεφαλής: Ο ~ της εκκλησίας της Ελλάδος, ο αρχιεπίσκοπος. Ο ~ της Δυτικής Εκκλησίας, ο πάπας.
[λόγ. εν. < ελνστ. οἱ προκαθήμενοι `οι άρχοντες΄ (μπε. του αρχ. προκάθημαι `κάθομαι μπροστά΄)]