Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκήρυξη η [prokíriksi] Ο33 : 1. δημόσια αναγγελία με την οποία γνωστοποιείται επίσημα κτ. που πρόκειται να γίνει: ~ δημοπρασίας / εκλογών / διαγωνισμού / θέσεων. 2. φύλλο χαρτιού που περιέχει ένα κείμενο, με το οποίο μια πολιτική, συνδικαλιστική ή άλλη οργάνωση απευθύνεται στο κοινό: Πολιτική / επαναστατική / παράνομη / χειρόγραφη ~. Mοιράζω / διανέμω προκηρύξεις.
[λόγ. < ελνστ. προκήρυξις `αναγγελία με κήρυκα΄ (-σις > -ση)]