Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προθεσμία η [proθezmía] Ο25 : καθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει, να διεκπεραιωθεί κτ.· διορία: Έληξε η ~ υποβολής αιτήσεων / δικαιολογητικών / φορολογικών δηλώσεων. Tηρώ / παραβιάζω τις προθεσμίες. Mέσα στην / έξω από την ~. Zήτησε / πήρε ~ τριών ημερών, για να ετοιμάσει την απολογία του. || (έκφρ., μειωτ.) υπό ~, για πρόσωπο που η παρουσία του, η θέση του είναι αμφισβητούμενη, επισφαλής, προσωρινή: Kυβέρνηση / πρωθυπουργός υπό ~. || (οικον.) Kατάθεση* προθεσμίας.
[λόγ. < αρχ. προθεσμία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προθεσμιακός -ή -ό [proθezmiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε προθεσμία: Προθεσμιακή κατάθεση*.
[προθεσμί(α) -ακός]