Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προθερμαίνω [proθerméno] -ομαι Ρ7.2 : 1. θερμαίνω κτ. εκ των προτέρων για να το προετοιμάσω για κτ.: H μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα. Προθερμασμένος φούρνος. 2. (αθλ., συνήθ. παθ.) κάνω ελαφρές ασκήσεις πριν από μια αθλητική δραστηριότητα, ζεσταίνομαι1γ: Ο ποδοσφαιριστής / ο αθλητής άρχισε να προθερμαίνεται.
[λόγ. < ελνστ. προθερμαίνω `θερμαίνω πρώτα΄ σημδ. αγγλ. warm up ή γερμ. anwärmen]