Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προθήκη η [proθíki] Ο30 : (λόγ.) η βιτρίνα: Προθήκες καταστημάτων / βιβλιοπωλείου / κοσμηματοπωλείου || ~ μουσείου, ειδικό έπιπλο με γυάλινο κάλυμμα όπου τοποθετούνται τα εκθέματα.
[λόγ. < ελνστ. προθήκη]