Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προθάλαμος ο [proθálamos] Ο20α : 1. μικρή αίθουσα υποδοχής και αναμονής που βρίσκεται πριν από τους κυρίως χώρους δημόσιων υπηρεσιών, γραφείων, ιατρείων κτλ.: Περιμένει στον προθάλαμο του γραφείου. 2. (μτφ.) το στάδιο που προηγείται και που οδηγεί στο επόμενο, στο τελικό: H δημαρχία θεωρείται ως ~ για τη βουλευτική έδρα. Tο λύκειο είναι ο ~ για τα ανώτατα και τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
[λόγ. < γαλλ. προ- θάλαμος μτφρδ. γαλλ. antichambre (σημ. 1)]