Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προετοιμασία η [proetimasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προετοιμάζω: Tεχνική / ψυχική / ψυχολογική / σωματική ~. Άρχισαν οι προετοιμασίες για τη συνάντηση κορυφής. H ομάδα έκανε καλή ~ πριν από τον αγώνα.
[λόγ. < ελνστ. προετοιμασία]