Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προετοιμάζω [proetimázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εκ των προτέρων τις απαραίτητες ενέργειες, παίρνω τα αναγκαία, τα κατάλληλα μέτρα για κτ., ετοιμάζω από πριν κτ. ή κπ. για κτ., προπαρασκευάζω: Προετοίμασαν το σχέδιο της επίθεσης με κάθε λεπτομέρεια. Ο μαθητής προετοιμάζεται για τις εξετάσεις. Ο καθηγητής πηγαίνει στο μάθημα προετοιμασμένος. ~ το έδαφος, ετοιμάζω, διαμορφώνω εκ των προτέρων κατάλληλες συνθήκες. || ετοιμάζω, κυρίως ψυχικά, από πριν κπ. για κτ., προϊδεάζω, προδιαθέτω: Tον προετοίμασαν για να ακούσει τη δυσάρεστη είδηση. Δεν ήταν προετοιμασμένος για να δεχτεί την ήττα.
[λόγ. < αρχ. προετοιμάζω]