Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προεξόφληση η [proeksóflisi] Ο33 : 1. η εξόφληση ενός χρέους, μιας οφειλής πριν από τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας. 2. η καταβολή ή η είσπραξη ενός χρηματικού ποσού ή της αξίας ενός τίτλου ή μιας εντολής πριν από την καθορισμένη ημερομηνία: ~ μισθού / γραμματίου / συναλλαγματικής / επιταγής / ομολόγου. 3. (μτφ.) η εκ των προτέρων απόφανση, έκφραση (τελικής) γνώμης για κτ., η προσπάθεια να προδικαστεί μια εξέλιξη, μια έκβαση.
[λόγ. προεξοφλη- (προεξοφλώ) -σις > -ση]