Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προεξοφλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεξοφλώ [proeksofló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξοφλώ ένα χρέος, μια οφειλή πριν από τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας. 2. καταβάλλω ή εισπράττω ένα χρηματικό ποσό ή την αξία ενός τίτλου ή μιας εντολής πριν από την καθορισμένη ημερομηνία: ~ το μισθό / τη σύνταξη / το γραμμάτιο / τη συναλλαγματική / την επιταγή / το ομόλογο. 3. (μτφ.) αποφαίνομαι για κτ. εκ των προτέρων, προδικάζω μια εξέλιξη, μια έκβαση: Mην προεξοφλείς τη γνώμη του / την απάντησή του / την άρνησή του. Δεν μπορώ να προεξοφλήσω την έκβαση / το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

[λόγ. προ- εξοφλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες