Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προελαύνω [proelávno] Ρ πρτ. προήλαυνα, αόρ. προήλασα και προέλα σα, απαρέμφ. προελάσει : (για στρατιωτικό τμήμα) προχωρώ, προωθούμαι γρήγορα, ορμητικά προς τα εμπρός σε τάξη μάχης χωρίς να συναντώ (ισχυρή) αντίσταση από τον αντίπαλο: Οι δυνάμεις / τα στρατεύματα προελαύνουν ακάθεκτες / ακάθεκτα σε βάθος μέσα στο εχθρικό έδαφος.
[λόγ. < αρχ. προελαύνω `προχωρώ με το άλογο΄]