Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προειδοποιώ [proiδopió] -ούμαι Ρ10.9 : ενημερώνω, πληροφορώ εκ των προτέρων κπ. για κτ. που πρόκειται να συμβεί, ώστε να είναι προετοιμασμένος και να ενεργήσει ανάλογα: Tους είχα προειδοποιήσει ότι θα συναντήσουν δυσκολίες. Δεν προειδοποιήθηκα για τους κινδύνους. Σε ~ να μη με ξαναενοχλήσεις. Ήταν προειδοποιημένοι για την έφοδο της αστυνομίας.
[λόγ. προ- ειδοποιώ μτφρδ. γαλλ. avertir d΄avance]