Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προειδοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προειδοποιώ [proiδopió] -ούμαι Ρ10.9 : ενημερώνω, πληροφορώ εκ των προτέρων κπ. για κτ. που πρόκειται να συμβεί, ώστε να είναι προετοιμασμένος και να ενεργήσει ανάλογα: Tους είχα προειδοποιήσει ότι θα συναντήσουν δυσκολίες. Δεν προειδοποιήθηκα για τους κινδύνους. Σε ~ να μη με ξαναενοχλήσεις. Ήταν προειδοποιημένοι για την έφοδο της αστυνομίας.

[λόγ. προ- ειδοποιώ μτφρδ. γαλλ. avertir d΄avance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες