Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προειδοποιητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προειδοποιητικός -ή -ό [proiδopiitikós] Ε1 : που γίνεται, που είναι κατάλληλος για να προειδοποιήσει κπ. για κτ.: Προειδοποιητική βολή / απεργία / ένδειξη / πινακίδα. προειδοποιητικά ΕΠIΡΡ: Πυροβόλησε ~ στον αέρα.

[λόγ. προειδοποίη(σις) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες