Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προεδρικός -ή -ό [proeδrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται: α. σε πρόεδρο: Προεδρικό αξίωμα. ~ θώκος. Φιλοδοξεί να καθίσει στην προεδρική καρέκλα, να γίνει πρόεδρος. β. (ειδικότ.) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: Προεδρικό μέγαρο / διάγγελμα. Προεδρικό διάταγμα. Προεδρική δημοκρατία, μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, στην οποία ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκλέγεται συνήθ. άμεσα (από το λαό) και έχει ισχυρή εκτελεστική εξουσία: Tο πολίτευμα της Γαλλίας είναι προεδρική δημοκρατία.
[λόγ. πρόεδρ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. présidentiel (διαφ. το αρχ. προεδρική γραφή `παραπομπή προέδρου σε δίκη΄)]