Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προδοτικός -ή -ό [proδotikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται, που ταιριάζει σε προδότη ή που διαπράττεται από αυτόν: Προδοτικές πράξεις / ενέργειες. Tήρησε προδοτική στάση. H κατοχική κυβέρνηση σύναψε προδοτικές συνθήκες με τους Γερμανούς.
προδοτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προδοτικός]