Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προδίδω [proδíδo] -ομαι & προδίνω [proδíno] -ομαι Ρ αόρ. πρόδωσα, απαρέμφ. προδώσει, παθ. αόρ. προδόθηκα, απαρέμφ. προδοθεί, μππ. προδομένος : 1α. παραβαίνω, αθετώ μια (ηθική) υποχρέωση, δέσμευση, αρχή κτλ.· δεν ανταποκρίνομαι σε ελπίδες, σε προσδοκίες κτλ., διαψεύδω, εξαπατώ: Πρόδωσε τον όρκο / τη φιλία / τον έρωτα / τις αρχές του. Πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του λαού. Aισθάνθηκαν προδομένοι. Tο εγχειρί διο είναι γραμμένο απλά χωρίς όμως να προδίδει το επιστημονικό πνεύ μα. β. (ειδικότ.) β1. κάνω ενέργειες, πράξεις (αποκαλύπτω μυστικά, δίνω πληροφορίες κτλ.), που βλάπτουν την πατρίδα μου προς όφελος εχθρών ή αντιπάλων: Kαταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί πρόδωσε την πατρίδα του. β2. καταδίδω, παραδίδω κπ. σε εχθρό, σε αντίπαλο: H αντιστασιακή οργάνωση προδόθηκε στους Γερμανούς. 2α. αποκαλύπτω, κοινολογώ κτ. (που όφειλε να παραμείνει μυστικό): ~ τα μυστικά / τα σχέδια / τις κινήσεις κάποιου. β. υποδηλώνω, αποκαλύπτω, φανερώνω κπ. ή κτ. (που δεν ομολογείται, που αποκρύπτεται): Tον πρόδωσε η νευρικότητά του / ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο. Οι τρόποι του προδίδουν έλλειψη καλής ανατροφής. Οι κινήσεις του πρόδιδαν αμηχανία. 3. αδυνατώ, δεν επαρκώ να εξυπηρετήσω, να βοηθήσω κπ. σε κτ. ή να ανταποκριθώ σε κάποια ανάγκη: H μνήμη του τον προδίδει συχνά, δεν μπορεί να θυμηθεί κτ. Mε πρόδωσαν τα πόδια μου στην ανηφόρα.
[λόγ.: 1, 3: μσν. προδίδω < αρχ. προδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω· 2: & σημδ. γαλλ. trahir· αρχ. προδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίνω]