Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προγόνι το [proγóni] Ο44α : ο προγονός ή η προγονή κάποιου. (έκφρ.) σαν τα κακά προγόνια, γι΄ αυτούς που τσακώνονται, που καβγαδίζουν με μεγάλη ένταση και συχνότητα: Tρώγονται / μαλώνουν σαν τα κακά προγόνια.
[μσν. προγόνι < *προγόνιον υποκορ. αρχ. πρόγονος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προγονικός -ή -ό [proγonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους προγόνους: Προγονική δόξα / αρετή.
[λόγ. < ελνστ. προγονικός]