Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προγραφή η [proγrafí] Ο29 : 1. (ιστ.) η εξόντωση πολιτικών αντιπάλων στην αρχαία Ρώμη χωρίς δίκη αλλά μόνο με την ανάρτηση καταλόγου με τα ονόματά τους στην αγορά: Οι προγραφές του Σύλλα. 2. δίωξη, καταδίκη συνήθ. πολιτικών αντιπάλων από μια εξουσία (καθεστώς, κυβέρνηση, διοίκηση κτλ.) χωρίς την τήρηση νόμιμων διαδικασιών: H κυβέρνηση κατηγορήθηκε για προγραφές των πολιτικών της αντιπάλων.
[λόγ. < αρχ. προγραφή `δημόσια ανακοίνωση΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. proscriptio]