Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προγραμματικός -ή -ό [proγramatikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται σε ένα πρόγραμμα4 ή που γίνεται με βάση αυτό: Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, η εξαγγελία στη Bουλή του κυβερνητικού προγράμματος. Προγραμματικοί στόχοι. Προγραμματικό σχέδιο.
προγραμματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προγραμματ- (πρόγραμμα) -ικός]