Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγονικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προγονικός -ή -ό [proγonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους προγόνους: Προγονική δόξα / αρετή.

[λόγ. < ελνστ. προγονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες