Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προγευματίζω [projevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω το πρόγευμα, το πρωινό μου.
[λόγ. < αρχ. προγευματίζω `γεύομαι από πριν΄ κατά τη σημ. της λ. πρόγευμα]