Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγενέστερος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προγενέστερος -η -ο [projenésteros] Ε5 : ANT μεταγενέστερος. 1. που υπήρξε πριν από κπ. ή που συνέβη πριν από κτ. άλλο: Γεγονότα που αναφέρονται σε προγενέστερες εποχές / περιόδους. 2. που έχει προηγηθεί, προηγούμενος: Για το γλωσσικό πρόβλημα έγραψε σε προγενέστερα άρθρα του. || (ως ουσ.) οι προγενέστεροι, οι άνθρωποι, οι γενιές που υπήρξαν πριν από μας, αυτοί που έζησαν σε προηγούμενες εποχές, οι πρόγονοι. προγενέστερα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. προγενέστερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες