Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβολέας ο [provoléas] Ο21 : 1. φωτιστικό σώμα που μέσο ενός συστήματος κατόπτρων ή φακών συγκεντρώνει και εκπέμπει μια ισχυρή δέσμη φωτεινών ακτίνων: Προβολείς αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας. Tο στάδιο / το αεροδρόμιο / η περιοχή φωτιζόταν με ισχυρούς προβολείς. Ο νυχτερινός αγώνας θα διεξαχθεί υπό το φως των προβολέων. Aντιαεροπορικός ~, που χρησιμοποιείται για την επισήμανση εναέριων στόχων τη νύχτα. ~ διάχυτου φωτισμού, που χρησιμοποιείται για το φωτισμό πλατειών, λιμανιών, αεροδρομίων κτλ. ~ ομίχλης· (βλ. φανός). ~ αλογόνου / ιωδίου. || ισχυρό φωτιστικό σώμα που χρησιμοποιείται για τη λήψη ή την προβολή φωτεινών εικόνων: Kινηματογραφικός ~. Tο συνεργείο της τηλεόρασης άναψε τους προβολείς και άρχισε τη λήψη. 2. (μτφ.) το ενδιαφέρον, η προσοχή: Έπεσαν / στράφηκαν επάνω του οι προβολείς της δημοσιότητας.
προβολάκι το YΠΟKΟΡ α. ειδικό φωτιστικό σώμα που εκπέμπει συγκεντρωτικά το φως. β. ειδικός συγκεντρωτικός λαμπτήρας. [λόγ. < ελνστ. προβολεύς, αιτ. -έα `παραγωγός, πρόξενος΄ κατά τη σημ. του προβάλλωΙΙ, σημδ. γαλλ. projecteur]