Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβοκάτσια η [provokátsxa] Ο25α & [provokátsia] Ο27α : η σκόπιμη πρόκληση, η ενέργεια του προβοκάτορα και το αποτέλεσμά της: Tα επεισόδια και οι εμπρησμοί στον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου ήταν καθαρή ~. H έκρηξη βόμβας στα γραφεία της οργάνωσης καταγγέλθηκε ως ~.
[ρωσ. provokatsija (με βάση το λατ. provocatio `πρόκληση΄ και το γαλλ. provocateur, πρβ. προβοκάτορας)]