Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβληματισμός ο [provlimatizmós] Ο17 : 1. διανοητική διαδικασία κατά την οποία παράγονται, προκαλούνται σε κπ. μια σειρά αλληλένδετων σκέψεων, ερωτημάτων, ανησυχιών, που αφορούν διάφορα θέματα, προβλήματα και στοχεύουν στην αναζήτηση πιθανών ερμηνειών, προτάσεων ή λύσεων: H καταστροφή του περιβάλλοντος δημιούργησε έναν έντονο προβληματισμό στους επιστήμονες. H αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας ήταν το αντικείμενο του προβληματισμού κατά τη συζήτηση στη Bουλή. 2. το σύνολο των αλληλένδετων σκέψεων, ερωτημάτων, ανησυχιών που απασχολούν κπ. ή κάποιους και που αναφέρονται σε διάφορα θέματα ή προβλήματα στοχεύοντας στην αναζήτη ση ερμηνειών, προτάσεων ή λύσεων: Ο ομιλητής ανέπτυξε τον προβληματισμό του σε σχέση με την παιδική εγκληματικότητα. Ο μαρξιστικός ~ εμπλουτίστηκε από τους κατοπινότερους διανοητές. Οι προβληματισμοί του ομιλητή προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον στο ακροατήριο.
[λόγ. προβληματισ- (προβληματίζομαι) -μός]