Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβληματίζω [provlimatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προκαλώ (με λόγια ή με ενέργειες) σε κπ. σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, του θέτω ένα πρόβλη μα3: H στάση / η συμπεριφορά του με προβληματίζει. Δε σε προβληματίζει το γεγονός ότι οι φίλοι σου σε αποφεύγουν συστηματικά; 2. (παθ.) α. σκέφτομαι, με απασχολεί ένα θέμα σε βάθος, σοβαρά (και προσπαθώ να βγάλω σωστά συμπεράσματα ή να κάνω τις κατάλληλες ενέργειες): Οι επιστήμονες προβληματίζονται σχετικά με την καταστροφή του όζοντος της ατμόσφαιρας. β. μου δημιουργούνται σκέψεις, ερωτήματα, ανησυχίες για κτ.: Προβληματίζομαι αν (θα) πρέπει να πάω / να δεχτώ / να το αγοράσω (ή όχι). Προβληματίζομαι αν / μήπως δεν έκανα καλά που παραιτήθηκα από τη δουλειά μου. || (μππ.): α. αυτός που προβληματίζεται2: Tον είδα πολύ προβληματισμένο. β. ο σκεπτόμενος, αυτός που είναι ανήσυχο και ερευνητικό πνεύμα. ANT απροβλημάτιστος: Είναι προβληματισμένο άτομο.
[λόγ. ενεργ. < μσν. προβληματίζομαι < προβληματ- (πρόβλημα) -ίζομαι]