Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβλήτα η [provlíta] Ο25 : στενόμακρο τμήμα ξηράς, φυσικό ή τεχνητό, που εισχωρεί στη θάλασσα (σε λίμνη ή σε ποταμό) και διευκολύνει κυρίως το πλεύρισμα των πλοίων· (πρβ. μόλος): Kατασκευάζεται νέα ~ στο λιμάνι της Πάτρας.
[λόγ. < αρχ. προβλής ἡ (& ὁ) αιτ. -ῆτα (ελνστ.: και για τεχνητό)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβλήτας ο [provlítas] Ο3 : (σπάν.) η προβλήτα.
[λόγ. < αρχ. προβλής ὁ (& ἡ) αιτ. -ῆτα (ελνστ.: και για τεχνητό)]