Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβιβασμός ο [provivazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προβιβάζω· (πρβ. προαγωγή).
[λόγ. < ελνστ. προβιβασμός `προχώρημα΄ σημδ. γαλλ. promotion]