Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβιβάζω [provivázo] -ομαι Ρ2.1 : προωθώ κπ. σε ανώτερη θέση, σε ανώτερο βαθμό μιας ιεραρχημένης κλίμακας (ιδ. για μαθητές)· (πρβ. προάγω): Ο μαθητής προβιβάστηκε στην επόμενη τάξη.
[λόγ. < αρχ. προβιβάζω `κάνω να προχωρήσει΄ σημδ. γαλλ. promouvoir]