Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβαίνω [provéno] Ρ αόρ. γ' πρόσ. προέβη, προέβησαν, απαρέμφ. προβεί : (λόγ., με την πρόθ. σε) αρχίζω, προχωρώ στην εκτέλεση κάποιων ενεργειών: H κυβέρνηση προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας. H αστυνομία θα προβεί σε συλλήψεις υπόπτων. Παρακαλούμε να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης.
[λόγ. < αρχ. προβαίνω `προχωρώ΄ σημδ. αγγλ. proceed]