Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προαύλιο το [proávlio] Ο42 : ο ακάλυπτος, συνήθ. περιφραγμένος χώρος ενός δημόσιου κτιρίου· (πρβ. αυλή): Tο ~ του σχολείου / της φυλακής / της εκκλησίας.
[λόγ. < ελνστ. προαύλιον (διαφ. το αρχ. προαύλιον `πρελούδιο με αυλό΄)]