Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προαναγγέλλω [proanangélo] -ομαι Ρ (βλ. αναγγέλλω) : αναγγέλλω, γνωστοποιώ κτ. εκ των προτέρων, πριν να συμβεί: Έσπευσαν να προαναγγείλουν την άφιξη της διάσημης ηθοποιού.
[λόγ. < ελνστ. προαναγγέλλω]