Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προαιώνιος -α -ο [proeónios] Ε6 : που υπάρχει από πολλούς αιώνες, παμπάλαιος, πανάρχαιος: H προαιώνια πίστη του ανθρώπου στο Θεό. Οι δυο λαοί χωρίζονται από προαιώνια έχθρα.
προαιώνια & (λόγ.) προαιωνίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προαιώνιος, προαιωνίως]