Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προαισθάνομαι [proesθánome] Ρ αόρ. προαισθάνθηκα, απαρέμφ. προαισθανθεί : αισθάνομαι εκ των προτέρων κτ. που πρόκειται να συμβεί ή προβλέπω κτ. πριν να εκδηλωθεί, πριν να γίνει αντιληπτό από άλλον: ~ ότι κάτι καλό / κακό θα μου συμβεί. Tα ζώα προαισθάνονται τον κίνδυνο.
[λόγ. < αρχ. προαισθάνομαι]