Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προαγγέλλω [proangélo] -ομαι Ρ πρτ. προήγγελλα, αόρ. προήγγειλα, απαρέμφ. προαγγείλει, παθ. αόρ. προαγγέλθηκα, απαρέμφ. προαγγελθεί, μππ. προαγγελμένος : 1. αναγγέλλω κτ. εκ των προτέρων, πριν να συμβεί, προαναγγέλλω, προειδοποιώ. 2. προμηνύω.
[λόγ. < αρχ. προαγγέλλω]