Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προέχει [proé
i] Ρ (στο γ' πρόσ.) πρτ. προείχε : έχει πρωτεύουσα, πρωταρχική σημασία, σπουδαιότητα, ιεραρχείται ως το πρώτο, το σημαντικότερο (σε σχέση με άλλα): Aυτό που ~ είναι να σωθούν οι ανθρώπινες ζωές. Προέχουν οι οικονομικοί παράγοντες. [λόγ. γ' εν. του αρχ. προέχω `υπερέχω΄]