Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προέχει
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προέχει [proéi] Ρ (στο γ' πρόσ.) πρτ. προείχε : έχει πρωτεύουσα, πρωταρχική σημασία, σπουδαιότητα, ιεραρχείται ως το πρώτο, το σημαντικότερο (σε σχέση με άλλα): Aυτό που ~ είναι να σωθούν οι ανθρώπινες ζωές. Προέχουν οι οικονομικοί παράγοντες.

[λόγ. γ' εν. του αρχ. προέχω `υπερέχω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες