Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προένταση η [proéndasi] Ο33 : (τεχνολ.) διαδικασία ή τεχνική κατά την οποία ένα στερεό υλικό υποβάλλεται σε τεχνητή καταπόνηση, ώστε να καταστεί ανθεκτικό, ασφαλές σε μελλοντικές χρήσεις.
[λόγ. προ- έντα(σις) -ση κατά το προεντείνω]