Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προάστιο το [proástio] Ο40 : οικισμός που βρίσκεται έξω από μια μεγάλη πόλη αλλά πολύ κοντά της: Εργατικά / λαϊκά / αριστοκρατικά προάστια. Tο Πανόραμα είναι ~ της Θεσσαλονίκης. Tα βόρεια προάστια (της Aθήνας), οι οικισμοί όπου κατοικούν οι πλούσιοι Aθηναίοι.
[λόγ. < αρχ. προάστιον]