Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προάσπιση η [proáspisi] Ο33 : η ενεργητική υποστήριξη, προστασία· η υπεράσπιση: H ~ των εθνικών συμφερόντων.
[λόγ. προασπι- (προασπίζω) -σις > -ση]