Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προάγω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προάγω [proáγo] -ομαι Ρ πρτ. προήγα, αόρ. προήγαγα, απαρέμφ. προαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) προάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προήχθη, προήχθησαν, απαρέμφ. προαχθεί : 1. ενεργώ έτσι ώστε κάποιος ή κτ. να προοδεύσει, να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί προς το καλύτερο: ~ τις τέχνες και τις επιστήμες. H μάθηση προάγει τον άνθρωπο. Προάγεται η επιστημονική έρευνα. Πρέπει να προαχθεί η ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης. 2. προωθώ κπ. σε ανώτερη θέση, σε ανώτερο βαθμό μιας ιεραρχημένης κλίμακας· (πρβ. προβιβάζω): Ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη. Aπό τη θέση του υποδιευθυντή έχει προαχθεί σ΄ αυτήν του διευθυντή. Ο συνταγματάρχης προήχθη στο βαθμό του ταξίαρχου.

[λόγ.: 1: αρχ. προάγω· 2: σημδ. γαλλ. promouvoir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγωγή η [proaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προάγω. 1. η πρόοδος, η ανάπτυξη, η βελτίωση: Εργάστηκε για την ~ των προοδευτικών ιδεών / των τεχνών και των επιστημών. 2. η προώθηση, ο προβιβασμός: α. ενός υπάλληλου σε μια ανώτερη ιεραρχικά θέση: Πήρε / του έδωσαν ~. Περιμένει ~. Δημοσιεύτηκε ο πίνακας προαγωγών των στρατιωτικών. β. ενός μαθητή στην επόμενη τάξη.

[λόγ. < ελνστ. προαγωγή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγωγικός -ή -ό [proaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προαγωγή: Γραπτές / προφορικές προαγωγικές εξετάσεις.

[λόγ. προαγωγ(ή) -ικός (διαφ. το ελνστ. προαγωγικός `ικανός στη μαστροπία΄ δες προαγωγός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγωγός ο [proaγογós] Ο17 θηλ. προαγωγός [proaγoγós] Ο34 : αυτός που εξωθεί, που παρακινεί μια γυναίκα στην πορνεία· μαστροπός: Στα μπαρ του λιμανιού σύχναζαν πόρνες και προαγωγοί.

[λόγ. < αρχ. προαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες