Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προάγγελος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προάγγελος ο [proángelos] Ο20α : αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί, προμηνύει κτ. ή που ειδοποιεί εκ των προτέρων για κτ. που πρόκειται να συμβεί: Tα χελιδόνια είναι οι προάγγελοι της άνοιξης. H πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο ήταν ο ~ αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία της χώρας.

[λόγ. < ελνστ. προάγγελος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες