Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριχού [prixú] επίρρ. : (λαϊκότρ.) πριν, προτού.
[μσν. πριχού < ίσως αρχ. πρίν οy `πριν από το ΄ αναλ. προς τα αρχ. επιρρ. πολλαχοῦ `σε πολλά μέρη΄, πανταχοῦ]