Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριτσίνι το [pritsíni] & περτσίνι το [pertsíni] Ο44 : ειδικό μεταλλικό καρφί, που χρησιμοποιείται στη συναρμογή, στη στερέωση διάφορων σιδηροκατασκευών: Στη συναρμογή των λεβήτων χρησιμοποιούνται πριτσίνια.
[ίσως παλ. ιταλ. *perzin(e) -ι (πρβ. perzare `τρυπώ΄) και μετάθ. του [r] ]