Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριονοκορδέλα η [prionokorδéla] Ο25 : 1. μεταλλική οδοντωτή ταινία, που αποτελεί το βασικό εξάρτημα του μηχανικού πριονιού: Έκοψε τα δάχτυλά του στην ~. 2. το μηχανικό πριόνι.
[πριόν(ι) -ο- + κορδέλα]