Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριονίζω [prionízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω κτ., δουλεύω με πριόνι: Πριόνισε τα κάγκελα του κελιού και απόδρασε από τη φυλακή. Aπ΄ το πρωί πριονίζει στο εργαστήριο. 2. (μτφ.) φθείρω, αποδυναμώνω κπ. ή κτ. αργά και μεθοδικά: ~ τις αρμοδιότητες κάποιου. ΦΡ ~ τα πόδια κάποιου, τον φθείρω, τον αποδυναμώνω, ώστε να καταρρεύσει. πριονίζει το κλαδί`* στο οποίο κάθεται.
[μσν. πριονίζω < πριόν(ι) -ίζω]