Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριονίδι το [prioníδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : λεπτά κομμάτια που παράγονται από το κόψιμο (κυρ. ξύλου) με πριόνι: Tο πάτωμα του ξυλουργείου ήταν γεμάτο πριονίδια.
[πριόν(ι) -ίδι]